διάβα — το άκλ., η διάβαση, η διέλευση, το πέρασμα: Ο τυφώνας κατάστρεψε τα πάντα στο διάβα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάβα — διαβαίνω stride aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσαις — διαβά̱σαις , διαβαίνω stride aor part act fem dat pl (attic epic ionic) διαβά̱σαις , διαβαίνω stride aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) διαβά̱σαις , διαβαίνω stride aor opt act 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσας — διαβά̱σᾱς , διαβαίνω stride aor part act fem acc pl (attic epic ionic) διαβά̱σᾱς , διαβαίνω stride aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάλαι — διαβά̱λαῑ , διαβάλλω throw aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάς — διαβά̱ς , διαβαίνω stride aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσαι — διαβά̱σαῑ , διαβαίνω stride aor opt act 3rd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσαντες — διαβά̱σαντες , διαβαίνω stride aor part act masc nom/voc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσωσι — διαβά̱σωσι , διαβαίνω stride aor subj act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαβάσωσιν — διαβά̱σωσιν , διαβαίνω stride aor subj act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)